- ουζοπότης
- ο , ουζοπότις (-ιδος) η любитель, -ница «узо»
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουζοπότης — ο αυτός που πίνει ούζο, που αγαπά την ουζοποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + πότης (< πίνω*). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ουζοπότης — ο αυτός που πίνει πολύ ούζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουζοποσία — η [ουζοπότης] πόση ούζου, ιδίως υπερβολική … Dictionary of Greek